λιθανθρακόπισσα

λιθανθρακόπισσα
η
η πίσσα που λαμβάνεται κατά την επεξεργασία τών λιθανθράκων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κιναλδίνη — Οργανική ένωση του τύπου CH3C9H6N (2 μεθυλοκινολίνη) η οποία βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο τήξης 246°C και παρασκευάζεται με συμπύκνωση δύο μορίων ακεταλδεΰδης με ένα μόριο ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος και… …   Dictionary of Greek

  • καρβαζόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245 247°C… …   Dictionary of Greek

  • κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτυλένιο — το χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα και σε ορισμένους τύπους πετρελαίου …   Dictionary of Greek

  • πυρρόλιο — και πυρόλιο, το, Ν χημ. αζωτούχα ετεροκυκλική οργανική ένωση, η οποία εξάγεται από τη λιθανθρακόπισσα και την οστεόπισσα με κλασματική απόσταξη και χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • υδρινδένιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση, δικυκλικός υδρογονάνθρακας που εξάγεται από τη λιθανθρακόπισσα ή λαμβάνεται με αναγωγή τού ινδενίου, αλλ. ινδάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydrindene (< υδρ[ο] * + ινδένιο)] …   Dictionary of Greek

  • φαινανθρένιο — το, Ν χημ. τρικυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που απαντά στη λιθανθρακόπισσα μαζί με το ισομερές του, το ανθρακένιο, από όπου και εξάγεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenanthrene < phen (< φαίνω) + anthrene… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”